- μυγερός
- μυγερόςSee also: s. μυκαρίς
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
μυγερός — μυγερός, ὁ (Α) ο νυχτοκόρακας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < θ. μυγ τού μύζω (Ι) «βογγώ, μουγκρίζω» (πρβλ. μυγ μός) + κατάλ. ερός (πρβλ. θλιβ ερός)] … Dictionary of Greek